- ουν
- oὖν (ΑΜ, Α ιων. και δωρ. τ. ὦν)(βεβαιωτικό μόριο το οποίο δεν τίθεται ποτέ στην αρχή πρότασης)1. βεβαίως, πράγματι, αληθώς («εἰ δ' οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῑ... ζῶντα», Αισχύλ.)2. (για συνέχιση λόγου, διήγησης) τότε λοιπόν, έπειτα, ύστερα λοιπόν («εὐθὺς οὖν ὁ Κῡρος εἶπεν», Ξεν.)αρχ.1. (ως παραχώρηση) έστω, ας είναι, ας δεχθούμε ότι2. όταν προστίθεται σε αόρ. αντων. ή επίρρ., επιτείνει τη σημασία τους, όπως π.χ. ὁστισοῡνοστισδήποτε, ὁπωσοῡνοπωσδήποτε3. (ως συλλογιστικός ή συμπερασματικός σύνδεσμος) όθεν, άρα, λοιπόν, συνεπώς, επομένως («τίς οὖν ὁ λύσων ἐστίν...;», Αισχύλ.)4. φρ. «ἀλλ' οὖν... γε» — αλλά εν πάση περιπτώσει, αλλά οπωσδήποτε («άλλ' οὖν προμηνύσῃς γε τοῡτο μηδενὶ τοὔργον», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Προβλήματα γεννά τόσο η σχέση μεταξύ τών τ. οὖν και ὦν τής αττ. και δωρ. διαλέκτου, αντίστοιχα, όσο και η χρήση τού ὦν στην ιων. διάλεκτο. Για την προέλευση τού ὦν έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως ότι έχει σχηματιστεί από το μῶν (< μή οὖν με κράση) ή από τη φρ. ἦ οὖν. Κατ' άλλους, ο τ. ὦν πρέπει να συνδεθεί με τη μτχ. τού εἰμὶ και έχει τη σημ. «όντας», άποψη όμως που προσκρούει σε σοβαρές φωνολογικές δυσχέρειες. Έχει διατυπωθεί, εξάλλου, η άποψη ότι το μόριο οὖν / ὦν ανάγεται σε *oyon < *(h)o(ty)on και συνδέεται με αρχ. ινδ. satyam «αλήθεια, αληθής». Το μόριο οὖν, τέλος, εμφανίζεται σε ευρεία χρήση μαζί με άλλα μόρια (πρβλ. γοῦν, δ' οὖν, μὲν οὖν, οὔκουν, οὐκοῦν, μῶν)].
Dictionary of Greek. 2013.